- αγάδα
- Αρχαίο αιγυπτιακό και αιθιοπικό μουσικό όργανο. Την πατρότητά του διεκδικούν κυρίως οι Αιθίοπες. Η α. είναι ανάλογη με το γερμανικό φλάουτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγαδά — Καθετί που δεν έχει στην εβραϊκή θρησκευτική παράδοση χαρακτήρα νόμου. Αντίθετη προς την Α. είναι η Χαλακά (= προφορικός νόμος). Στον 13ο αι. οι διάφορες παραδόσεις του είδους κωδικοποιήθηκαν σε ένα είδος αγαδικού λεξικού, γνωστού ως Γιαλκούτ … Dictionary of Greek